- αγεφύρωτος
- köprüsüz, (mec) uzlaşmaz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αγεφύρωτος — η, ο [γεφυρώνω] 1. αυτός που δεν γεφυρώθηκε, που δεν συνδέθηκε ή δεν μπορεί να συνδεθεί με γέφυρα 2. (κυριολ. και μτφ.) ο τόσο φαρδύς, τόσο μεγάλος, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί, να ενωθεί με αυτή τη σημ. στη φρ. «μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα»,… … Dictionary of Greek
αγεφύρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ενώθηκε με γέφυρα: Το ποτάμι έμενε ακόμη αγεφύρωτο. 2. ασυμβίβαστη διαφορά: Τους χώριζε πάντα χάσμα αγεφύρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)